Υπάρχει ένα μικρό βαζάκι μισογεμάτο με κάπαρη στο ψυγείο.
Στον πάγκο της κουζίνας δυο ντομάτες από έναν παραγωγό πάνω στον δρόμο της Καρδαμύλης.
Ενας τρίφτης.
Μόλις μια σκελίδα σκόρδο μέσα στο ξύλινο κουπάκι.
Ελαιόλαδο.
Το ένα τρίτο από κάτι πέννες που μαγείρεψε η «μεγάλη» όταν γύρισε ένα βράδυ από τη Σκόπελο πεινασμένη και άφραγκη.
Ο μικρός βασιλικός στο μπαλκόνι ξεράθηκε εντελώς, δεν έχει ούτε ένα φυλλαράκι.
Εχεις αφήσει μια γουλιά Μαλαγουζιά της Ελένης στο ψυγείο.
Μόνη στο σπίτι, δεν θέλω να πάω για ψώνια, να φορτώσω το ψυγείο, ούτε να παραγγείλω, μόνο κάτι να φάω, θέλω να μείνω στη δροσιά του κλεισμένου παντζουριού και της Ρώμης του Γούντυ Αλεν στη τηλεόραση, ξάπλα στο καναπέ, ανάβοντας ένα τσιγάρο, διαβάζοντας δυο σελίδες από το βιβλίο που πρότεινε η Κική, περιμένω την επόμενη βδομάδα, την επόμενη δουλειά, το επόμενο φεύγα.
Όλοι οι φίλοι λείπουν ή νομίζουν ότι λείπω εγώ από την Αθήνα…
Χθες μια τομάτα και δυό αυγά στραπατσάδα με δύο φέτες ψωμί που έμειναν από τον απογοητευτικό φούρνο στη Καλαμάτα. Μαγευτική η τομάτα της Μάνης…
Πεινάω.
Μόνη στο σπίτι. Τι ησυχία…
Ειλικρινά σκέφτηκα να σε πάρω τηλέφωνο αλλά μ’ αρέσει αυτό το τίποτα. Καταλαβαίνεις…