Ο μοναχός δίπλα στο μοναστήρι

0
12406

Ο μοναχός δίπλα στο μοναστήρι

Κείμενο και φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Αλεξάκου, φίλου. 

Στις διακοπές, όσο «πρωινός τύπος» κι αν είσαι, όσο νωρίς κι αν έχεις κοιμηθεί, είναι αδύνατον να ξυπνήσεις πρωί. Είχα τη φωτογραφική του Σπύρου όμως μαζί και ήθελα να την δοκιμάσω, με τον φακό που βρήκα στα συρτάρια του πεθερού μου, όσο και με εκείνον που αγόρασα όταν οι αγελάδες ήταν παχιές. Χωρίς παιδιά και υποχρεώσεις, τότε που έδιωχνες δουλειές, γιατί ήθελες διακοπές.
Το πρώτο πρωινό ξύπνησα αργά – είχε ήδη ξημερώσει για τα καλά και η ευκαιρία είχε χαθεί. Κατέβηκα για καφέ και ιδού, μπροστά μου, ο έτερος «πρωινός» της οικογένειας. Ο Άρης. Του είχα πει πως ίσως πάω το πρωί, τ’ αξημέρωτα και είχε στήσει καρτέρι στον ύπνο του. Καρδιές δεν χαλάμε. Με μισό καφέ, δυο κράνη και δυο φωτογραφικές ανεβήκαμε στο κοντινό λοφάκι για πρώτη εξερεύνηση.
Σταματήσαμε στο πρώτο εκκλησάκι. Είναι πάντα ένα καλό στοίχημα οι εκκλησιές στα νησιά. Συνήθως έχουν πιάσει τα καλύτερα σημεία: πιάτο από κάτω μας οι Λεύκες και τα αμπέλια τους δεξιά κι αριστερά. Χαζολογήσαμε για λίγο και κατεβήκαμε στις Λεύκες για εξερεύνηση και πρωινό.
Την επόμενη ημέρα έβαλα ξυπνητήρι ακόμα νωρίτερα, που σήμαινε πως θα το έκλεινα με ακόμα λιγότερες ενοχές: «το’χω βάλει πολύ νωρίς, έχω καιρό». Την επόμενη φάγαμε μεζέδες με σούμα. Την επόμενη…
 
Την τελευταία, τα κουτσοκατάφερα. Ξενύχτης, με υποψία hangover από τα ροζέ του Μωραΐτη και τη ζέστη. Τον πέτυχα σε μία στροφή, αυτός να ανεβαίνει από τα γκρεμίδια με τα ζώα κι εγώ να σκέφτομαι αν προλαβαίνω να περάσω προτού τα ζωντανά του κλείσουν το χωματόδρομο. Σταμάτησα λίγο παρακάτω, δήθεν να πάρω τη θέα, περιμένοντας τα ζωντανά να πλησιάσουν για φωτογραφία. Αμ δε. Διέσχισαν τον δρόμο και πιάσαν το επόμενο γκρεμίδι. Ένιωσα τελείως ηλίθιος στην ‘αγωνία’ μου να τους προσπεράσω. Τώρα πάσχιζα με τον 135άρη φακό του πεθερού μου, με κόντρα ήλιο, χωρίς auto-focus και χωρίς γυαλιά, να πιάσω ό,τι μπορώ από μακριά – εκεί που σταμάτησα το παιδί της πόλης, μη και μποτιλιαριστώ από τα πρόβατα. Για αυτά δεν είχα ανέβει;
Σταμάτησα και σε άλλα σημεία. Τώρα ήμουν πλέον ψηλά. Ο ήλιος ήταν απέναντι και είχε έρθει η ώρα να κοντραριστεί με τον φακό των παχιών αγελάδων. Ανέβηκα κι άλλο. Κάθε κορυφή και εκκλησάκι. Μερικές, είχαν δυο, αλλά δεν είχα ποιον να ρωτήσω για την ιστορία: πώς πλακώθηκαν και ποιοι, για να καταλήξουν με διπλά ξωκκλήσια. Ή ποιο τάμα.
Ήμουν πλέον όσο ψηλά πάει – πιο πάνω, μόνο ο τεχνικός για τις κεραίες και τα ραντάρ. Ακόμα κι εδώ, κάποιος είχε σμιλέψει τη γη και στοιβάξει την πέτρα, είχε στήσει ξερολιθιές και είχε καλλιεργήσει. Κι εκεί τον ξαναείδα, να βγαίνει από το σπίτι με το πλαστικό ντεπόζιτο στην ταράτσα, σαν ηλιακός χωρίς την πλάκα, με μια τσίγκινη κατσαρόλα σαν αυτές που συναντάς στα μαγέρικα ή το στρατό, να πηγαίνει δίπλα, στην στάνη. Η μέρα του τελείωνε τον πρώτο της γύρο.

Δεν κατάφερα να βγάλω τη φωτογραφία που ήθελα – αυτή που θα είχε τα ζώα μέσα στη στάνη τους, εκείνον να τα αρμέγει με τη θάλασσα από το μικρό παράθυρο μακριά από τον βοριά. Άλλο σπίτι δεν είχε, ούτε πιο πίσω, ούτε πιο μπροστά, ούτε πιο πάνω, ούτε πιο κάτω. Μόνο ένα μοναστήρι, κάνα χιλιόμετρο πιο κει, που όταν το είδα, ήλπισα πως αγοράζουν από αυτόν το γάλα και το κρέας τους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.