Μπορεί στην υπόλοιπη Ελλάδα όταν μιλάς για τζίτζιφα να έχουν ξεχάσει ακόμη και το σχήμα τους. Στη Λευκάδα όμως, και τη γύρω περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, κάθε σπίτι έχει και μια τζιτζιφιά.
Και εντελώς συμπτωματικά σε τέτοιο σημείο, ώστε να τηρείται το πανάρχαιο «έθιμο» της κλεψιάς των τζίτζιφων από τους πιτσιρικάδες που γεμίζουν τις τσέπες τους μέχρι να σκιστούν…

Κάθε τέτοια εποχή τα μανάβικα είναι γεμάτα τζίτζιφα. Σαν μικρές κεχριμπαρένιες χάντρες απλωμένες στα τελάρα. Τραγανά και νόστιμα, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τι άλλο θα τα κάνεις, εκτός από το να τα φας μόλις τα αγοράσεις. Οι τουρίστες τα κοιτάζουν περίεργα και άντε τώρα να τους εξηγήσεις τι είναι τζίτζιφα… Τους κερνάς ένα και μετά γεμίζουν μέχρι πάνω τις χάρτινες σακούλες.

Στην κεντρική αγορά της Λευκάδας βρίσκεται το μανάβικο των αδελφών Κώστα και Γιώργου Καταγή. Ψαγμένο μανάβικο και πάντα ενημερωμένο. Τα αδέρφια είναι από απέναντι, από την Πλαγιά Αιτωλοακαρνανίας. Άρα ξέρουν από καλά τζίτζιφα…
Πριν μερικά χρόνια βρήκαν και μία σπάνια ποικιλία τζιτζιφιάς, την φύτεψαν και τώρα περηφανεύονται για τα μεγαλύτερα και πιο τραγανά τζίτζιφα. Αν ρωτήσεις το Γιώργο θα σου πει ότι γίνονται και πολύ ωραίο γλυκό, αρκεί να έχεις την υπομονή να τα καθαρίσεις από τα κουκούτσια. Αλλά ποιος τον ακούει; Τα τζίτζιφα εμείς θέλουμε να τα φάμε εκείνη τη στιγμή. Δεν είναι για να περιμένεις. Αν δε στη γωνία περιμένουν και όλοι αυτοί οι παλιοί «καθηγητές» στην τέχνη της υπεξαίρεσης από τα δέντρα των τζίτζιφων, όπως ο Πάνος και ο Σπύρος, τότε ούτε να δοκιμάσεις δεν θα προλάβεις…

Θα ακούσεις όμως σίγουρα τον Πάνο να διηγείται παλιές λευκαδίτικες ιστορίες πάνω από ένα τελάρο τζίτζιφα και να λέει: «Ήταν το αγαπημένο φρούτο της παρέας κάθε τέτοια εποχή. Η «σπείρα» μας σχεδίαζε επιδρομές στα δένδρα που είχαν τζίτζιφα. Δεν υπήρχε τζιτζιφιά που να μην την γνωρίζαμε, αλλά τα πιο καλά τζίτζιφα ήταν τα τζίτζιφα του μπάρμπα-Θοδωρή στο Καλιγόνι (γειτονιά της πόλης της Λευκάδας)».

Και συνεχίζει: «Ένας – ένας οι πιτσιρικάδες εκείνης της εποχής περνούσαμε δήθεν αδιάφοροι μπροστά από τα γεμάτα αμαρτία τελάρα. Κάναμε πως κάτι μας έπεφτε κάτω και κρυφά παίρναμε ένα τζίτζιφο, όπου κατευθείαν το μπουκώναμε για το κρύψουμε και φεύγαμε βιαστικά, αλλά αυτό φαίνονταν στο μάγουλο μας που ήταν φουσκωμένο. Οι μανάβηδες χαμογελούσαν με τα καμώματά μας. Επ!, μας φώναζαν για να μας τρομάξουν. Εμείς τρέχαμε και αυτοί γελούσαν. Παιδιά είναι δεν βαριέσαι, έλεγαν μεταξύ τους…»
* Η Βιβιάννα Βαρδή είναι δημοσιογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 984