του Δημήτρη Μπούτου

Να προσέξεις τι να μαγειρέψεις, να διαβάσεις τα ψιλά γράμματα στη συσκευασία πριν το φας, να σκεφτείς οικολογικά πριν ψωνίσεις – κουράστηκα. Θέλω να περάσω από το περίπτερο, όχι τη βιολογική λαϊκή, να αρπάξω την πιο πραλινάτη, βουτυρένια σοκολάτα, λιγωτική, φουλ στη γαλατίλα.
Το σκηνικό γνωστό: νυχτερινή λιγούρα, μένεις με την πιτζάμα αλλά φοράς παπούτσια (νομίζεις πως φαίνεσαι comme il faut;), μπουφάν προχειροβαλμένο και εμπρός βήμα ταχύ για τον περιπτερά της γειτονιάς που – ας είναι καλά – δεν κρατάει ωράριο αλλά πόστο 24ωρο. Τις μαύρες και τις κουβερτούρες τις προσπερνώ, θέλω ατόφια σοκολατένια χαρά: γάλακτος και σοκοφρέτες. Πληθυντικός, ναι, οι μισές έχουν φαγωθεί πριν φτάσεις στην είσοδο του σπιτιού, οι άλλες μισές μέχρι να πιάσεις καναπέ. Τι να αγόραζα; Μία σοκολάτα; Ποιος πάει στο περίπτερο για μία σοκολάτα;
Τέτοιο ιερό έργο επιτελούν οι νυκτερινοί περιπτεράδες και όχι μόνο: τσιγάρα για τους ξεχασιάρηδες, μπύρες για τους χωρισμένους κοντά στα ξημερώματα, προφυλακτικά για τα ωραία και απρόβλεπτα, κρουασάν και σάντουιτς στο τρέξιμο της ημέρας, λίγο πριν μπεις στο μετρό και είσαι μακριά από φούρνους και φαγάδικα αλλά πεινάς. Φτιάχνεις κέικ μετά τα μεσάνυχτα (εγώ δηλαδή) και το γάλα στο ψυγείο έχει λήξει προ εβδομάδας; Στο περίπτερο, παιδί μου! Γιατί τα περιοδικά; Η ηδονή της διαδικασίας: το βλέπεις να κρέμεται στο γείσο, το θες, πλησιάζεις, ξεφυλλίζεις, χαμογελάς, πληρώνεις. Και είναι δικό σου, ούτε ξενέρωτες παραγγελίες διαδικτυακές ούτε ipad και kindle που, πολύτιμα – δεν λέω, αλλά κανένα δεν βάζει κάτω το ξεφύλλισμα του χαρτιού.
Έχει και κάτι από φίλο ο περιπτεράς. Λες πέντε κουβέντες το πρωί, του αφήνεις τα κλειδιά γιατί δεν έχεις δεύτερα και ειδοποιείς να τα πάρουν από εκεί. Κρατάει και ένα τεφτέρι με τα βερεσέδια για τις φορές που δεν είχες ψιλά πάνω σου – και δεν ήταν λίγες. Σωτήρας, τι να λέμε.
Μέχρι να σκίσω το περιτύλιγμα της σοκοφρέτας σκέφτομαι πως ένας προς ένας οι περιπτεράδες φεύγουν. Τους φέρνουν δυσκολίες, κάτι η απαγόρευση της μεταβίβασης, κάτι οι φόροι στα καπνά (και αυτός) ο κλάδος στενάζει και χάνονται τα περίπτερα.

Όχι σαν το ’97, που πέρναγε ο μετροπόντικας και τα βούλιαζε στην Πανεπιστημίου (τι γέλιο!) αλλά κατεβάζουν ρολά, κλειδώνουν τα πορτάκια τους και αδειάζουν οι δρόμοι. Και θέλω να βγω να τους φωνάξω με τον νταλκά του Στράτου (Διονυσίου) «Ένα λεπτό περιπτερά!».