Γαλάζιοι επιδρομείς από ξένα νερά
γράφει η Καλή Δοξιάδη
Μας ήρθανε από πολύ μακριά, από τα γλυφά, γκρίζα νερά του Chesapeake Bay, της Πολιτείας Μέριλαντ, που χωρίζεται από μια λουρίδα γης από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Κάποτε έκανα ιστιοπλοΐα στα θολά εκείνα νερά που δέχονταν άνεμο αλλά όχι κύματα από τον Ωκεανό. Γκρίνιαζα γιατί ήμουνα κακομαθημένη από το Αιγαίο και το Ιόνιο και εκεί στην Αμερική μου ήταν αδιανόητο να πλέω σε αφιλόξενα νερά όπου σιχαίνομαι να κολυμπήσω. Επίτηδες δεν φορούσα wet suit σαν το υπόλοιπο πλήρωμα γιατί δεν θα ριψοκινδύνευα να πέσω μέσα. Καλύτερα να με πούνε δειλή.
Μπορεί να σνόμπαρα τα νερά, αλλά όχι τα νοστιμότατα καβούρια τους, που ιδιαίτερα κατά τον Απρίλιο, όταν τρώγονταν ολόκληρα, ξεγυμνωμένα από την πανοπλία τους που μόλις είχαν πετάξει. Ελαφρά σοταρισμένα ήταν μεγάλη λιχουδιά, άγνωστή για μας τους Ευρωπαίους… τα soft shell crabs της Ανατολικής Ακτής. Άλλες εποχές του χρόνου τρωγόντουσαν με τα χέρια και τους καρυοθραύστες, αχνισμένα σε καυτερά μπαχαρικά, με συνοδεία παγωμένης μπύρας.
Ποιός θα το έλεγε ποτέ, αλλά με το γύρισμα του χρόνου αυτά τα καβούρια ήρθαν να με βρουν εδώ, στην Κέρκυρα, όπως και σε όλες της ακτές του Ιονίου και της Αδριατικής, λαθρεπιβάτες στα αμπάρια των εμπορικών.
“Επικίνδυνους εισβολείς” τα θεωρούμε, δικαίως, γιατί πολλαπλασιάζονται αθρόα στα θερμά νερά, καταστρέφοντας την δική μας, ευαίσθητη, θαλάσσια πανίδα. Βλαστημάνε οι ψαράδες. Που να ξέρανε ότι σε άλλη ήπειρο αγοράζονται σε τιμές αστακού!
Επίσημα ονομάζεται Callinectes sapidus, με κοινό όνομα στην Αμερική Maryland Blue Crab. Έχει ένα όμορφο γαλάζιο χρώμα, έξι πόδια, και αντί δαγκάνες δύο πτερύγια που του επιτρέπουν να κολυμπάει άνετα αντί να περπατάει στον πάτο της θάλασσας σαν τα άλλα καβούρια. Την δεκαετία του ογδόντα είχε κυκλοφορήσει στην Αμερική ένα εξαιρετικό βιβλίο για το είδος που λεγόταν Beautiful Swimmers, κάτι μεταξύ φυσιοδιφικό, ιστορικό, κοινωνιολογικό και γαστρονομικό.
Εγώ προς το παρόν επωφελούμαι… Πηγαίνω στην αγορά της Κέρκυρας, αγοράζω καμμιά δεκαπενταριά κομμάτια ζωντανά για δέκα ευρώ, και τα τρώω με την παρέα μου. Για ιδιωτική κατανάλωση, τα βράζω για δέκα λεπτά και μετά κάθομαι και τα ξεκοκκαλίζω με μεγάλη υπομονή. Είναι κόπος που τον κάνεις μόνο για πολύ αγαπητό πρόσωπο. Ο Λευτέρης το έλεγε labor of love. Για εκείνον έφτιαχνα και τα περίφημα crab cakes, αλλά εμένα δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα, και δεν κάνω πια τον κόπο. Την μικρή ποσότητα νοστιμότατης ψίχας που μένει από κάθε καβούρι (δύο κουταλιές περίπου) την απολαμβάνω με δύο στάλες λεμόνι.
Για παρέα γίνονται σάλτσα για ζυμαρικά. Τα βράζω για δέκα λεπτά σε σάλτσα με κρεμμύδι, ντομάτα και μπόλικο κοκκινοπίπερο καυτερό ή γλυκό (στην Κέρκυρα, όσο πιο καυτερό τόσο καλύτερα). Στραγγίζω τη σάλτσα πάνω σε μακαρόνια, κόβω τα καβούρια σε κομμάτια, και τα βάζω σ’ ένα μπολ στη μέση του τραπεζιού (του καλυμμένου με μουσαμά). Μερικοί αρκούνται στην νοστιμότατη σάλτσα, αλλά άλλοι σκαλίζουν και ρουφάνε παράλληλα, με μεγάλη όρεξη.
Πρέπει λοιπόν να ξυπνήσουμε, να εκπαιδευτούμε, και εμείς και οι ψαράδες μας, και να προλάβουμε να χορτάσουμε πριν γίνουν απρόσιτες οι τιμές και η αλιεία ισορροπήσει τον θαλάσσιο πληθυσμό. Είναι απαραίτητο να σώσουμε τα ντόπια ψάρια μας, και να εκμεταλλευτούμε συγχρόνως τον εκπληκτικό αυτό μεζέ που μας προέκυψε. Θα το κάνουμε;