Μα-γυρεύω καθ’ οδόν
το blog του Στέφανου Ψημένου
Γεννήθηκα το 1963 στην Αθήνα. Τα πρώτα σχολικά χρόνια τα έζησα στην Αμερική και τα τελευταία ξανά στην Ελλάδα. Σπούδασα Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα, δούλεψα οκτώ χρόνια ως κειμενογράφος σε διαφημιστικές εταιρίες και στο τέλος πήρα τα βουνά. Από το 1994 με τη ROAD και από το 2008 με την TERRAIN, χαρτογραφώ μονοπάτια, φτιάχνω πεζοπορικούς και τουριστικούς χάρτες, γράφω πεζοπορικούς και ταξιδιωτικούς οδηγούς. Πριν πεινάσω μαγειρεύω, κυρίως με υλικά που βρίσκω στον δρόμο μου. Δεν γνωρίζω τη συνταγή της επιτυχίας, ούτε και μπορώ να σας διαβεβαιώσω για την επιτυχία της συνταγής. Απολαύστε υπεύθυνα!

Ο χείμαρρος που κατεβαίνει από την κορυφή του Τσερεκά είναι το νερό για να ξεδιψάει, να μαγειρεύει, να πλένεται.
Για σκιά ξέρει τις αιωνόβιες αριές και τις βελανιδιές.
Τρέφεται με τα ελάχιστα. Ξερό ψωμί βουτηγμένο στο γάλα από τα κατσίκια του. Τυρί δικό του. Τραχανάς λιασμένος πάνω στα πουρναρόξυλα. Οταν γεννάνε οι κότες του κανα αυγό, είναι γιορτή μεγάλη. Κυρίως όμως, τρέφεται με χόρτα. Πολλά χόρτα, κάθε είδους χορταράκια που φυτρώνουν παντού στο βουνό.
Οταν ο καιρός είναι καλός και έχει ξαστεριά, κοιμάται έξω, σε μια κουρελού που απλώνει στο χώμα. Οταν κάνει κρύο ανάβει το τζάκι στην πέτρινη καλύβα του και ζεσταίνεται τυλιγμένος σε μια φλοκάτη. Ο Δημήτρης. Δέκα μέρες μαζί μου, οδηγός μου στα μονοπάτια των Ακαρνανικών Ορέων. Δέκα βήματα εγώ, δύο εκείνος και με πέρναγε. Περπατούσε στα βράχια σαν να χόρευε. Ή μάλλον σαν να πέταγε.

Ένα απόγευμα, λίγο πριν το τέλος της χαρτογράφησης, βρήκε σε μια γωνιά άγρια σπαράγγια και οβριές. Μάζεψε μπόλικα, έκοψε και μερικά μαύρα «πιπέρια» από ένα σχίνο, και με κάλεσε σε δείπνο στην καλύβα του. «Έχω αυγά απόψε, θε να ‘ρθεις;». Πήγα. Και μου έφτιαξε μια ομελέτα που θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Ομελέτα με άγρια σπαράγγια
και καρπούς σχίνου

(Οπως την έφτιαξε ο Δημήτρης).
Πήγε στο κοτέτσι και πήρε τέσσερα αυγά. Τα χτύπησε σε ένα πήλινο πιατέλι. Έριξε αλάτι και πιπέρι. Πήρε ένα κομμάτι λευκό τυρί που φτιάχνει μόνος του (φέτα ήτανε, τι ήτανε δεν ξέρω), το έκοψε κομματάκια και το σκόρπισε μέσα στα χτυπημένα αυγά. Έκοψε τα άγρια σπαράγγια σε μικρά κομματάκια και τα έριξε μέσα κι αυτά έτσι όπως ήταν, ούτε τα έπλυνε ούτε τα έβρασε. Στο τέλος, πήρε καμιά ντουζίνα μαύρους καρπούς σχίνου, τους έσπασε χτυπώντας τους μέσα σε ένα αυτοσχέδιο πέτρινο γουδί και τους έριξε στο μείγμα. Ανακάτεψε με μια ξύλινη κουτάλα που κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο της καλύβας.
Έβαλε λάδι στην τηγάνα και την έβαλε πάνω στο γκάζι να κάψει. Έριξε πρώτα μέσα ένα ψιλοκομμένο ξερό κρεμμύδι, και το ρόδισε. Μετά έριξε μέσα το μείγμα, και το άφησε να ψηθεί καλά. Έκοψε ψωμί. Έβαλε κρασί στα ποτήρια. Καθίσαμε να φάμε σε κάτι πλατιές πέτρες έξω από την καλύβα του, δίπλα στο ρυάκι. Ακόμα «ταξιδεύω»…




Υπέροχη Αντζελίνα μου με εμπνέεις πάντα.