Εγώ ή εμείς;

0
15087

Κάθε μα κάθε μάγειρος έχει ένα κρυφό όνειρο , να ανοίξει το δικό του εστιατοριάκι, ταβερνάκι, μπιστρό, μεζεδοπωλείο…

Το περίεργο είναι ότι ακόμα αν δεν τό ‘χει ο ίδιος -γιατί αντιλαμβάνεται πολύ καλά τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος- τότε οι φίλοι (που έχουν δοκιμάσει τη μαγειρική του κρίνοντας , επικρίνοντας και προτείνοντας) τον ξεσηκώνουν και αναπόφευκτα “παίζει” μαζί τους με την ιδέα ότι έχει μιά “τρυπίτσα” ολόδική του με γεμάτα τα λίγα τραπεζάκια και ευχαριστημένους σταθερούς πελάτες …

Η πρώτη δική μου τέτοια ανάμνηση πάει πίσω πολλά χρόνια : έφηβη , ετοιμάζομαι να γίνω νονά στη Τρίπολη, βαφτίζω ένα ξαδερφάκι μου. Ο πατέρας μου , στη γιορτή που ακολουθεί (γιορτή με αρνιά και κοκορέτσια και καταπληκτικό σπιτικό φαγητό, καλό κρασί μοσχοφίλερο της περιοχής και χορούς, οι Τριπολιτσιώτες δεν αστειεύονται με το φαί όταν γιορτάζουν…) με προτρέπει να πιώ και λίγο κρασάκι και … ζζζντούπ!

Το επόμενο που θυμάμαι είναι -ξαπλωμένη και ξεκαρδισμένη- να εξομολογούμαι στη συνομήλικη ξαδέρφη τον πόνο μου , αχ, δεν θέλω να δώσω Νομική, θέλω να γίνω μαγείρισσα! Θέλω , συγκεκριμμένα, ένα μικρό πανδοχείο με ένα ταβερνάκι στο έμπα του, με κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα… Περιγράφοντας το όνειρό μου -και σχεδιάζοντας μαζύ με εντυπωσιακή λεπτομέρεια τα πάντα- απέχουμε της υπόλοιπης γιορτής , ξεχνιόμαστε… Ακόμα και τώρα όταν συναντιόμαστε με τη ξαδέρφη μου γελάμε γιατί κι οι δύο θυμόμαστε εκείνο το βράδυ ολοζώντανο…

Εκτοτε, έγιναν και έκανα πολλά που δεν ήθελα, άλλα που ήθελα , άλλα που λαχτάρισα αλλά το ταβερνάκι όχι.

Τα καλοκαίρια όμως , που τριγυρίζω στα νησιά του Αιγαίου, πάντα -εν μέσω καλοκαιρινής ραστώνης- ρίχνω μιά κλεφτή ονειρική ματιά σε κάποια παραλιακά ρημαγμένα κτίρια δίπλα στο κύμα  , σε παλιά μικρά καρνάγια και ετοιμόροπα σπιτάκια ή “σπηλάδια” κοντά σε αραιοκατοικημμένα χωριουδάκια και αναρωτιέμαι … Λές; Λές να είναι αυτό; ” Οι φίλοι συνταξιδιώτες λένε , “ναι, ρέ σύ, αυτό είναι…” και μετά πάμε όλοι μαζύ και περιδιαβαίνουμε τον χώρο και φανταζόμαστε, “νά εδώ θα είναι η κουζίνα, πόσα τραπεζάκια λες ότι χωράνε εδώ, να λειτουργεί και το χειμώνα άραγε, θα βοηθήσεις όμως και σύ στις διακοπές σου” και άλλα τέτοια ξεσηκωτικά πρίν επιστρέψουμε στο σπίτι το βράδυ και όλοι μαζύ κρατήσουμε λίγο ακόμα αυτή τη συζήτηση πριν απλώσει το πέπλο της η νύχτα και η Πραγματικότητα…

Είμαι πολύ τυχερή που πέρυσι και φέτος μαγειρεύω εθελοντικά, απολαμβάνοντας να προσφέρω σε κάτι που πιστεύω ότι αξίζει. Ταυτόχρονα νιώθω περίπου σαν να έχω το δικό μου εστιατόριο αλλά χωρίς το καθημερινό άγχος της οικονομικής του επιβίωσης όπως και μία απίστευτη χαρά που μαζύ μου μερικοί άλλοι φίλοι και εθελοντές μετέχουν ισότιμα στην όλη προσπάθεια.

Στο εστιατόριό σου θα έρθουν πελάτες αλλά στις εθελοντικές οργανώσεις που μαγειρεύουν για ό,ποιον περάσει απο κεί θα έρθουν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι : Μία ηλικιωμένη κυρία, η Διαμάντω, χωρίς οικογένεια στην Αθήνα, έρχεται κάθε Κυριακή στο ΚΕΝΤΡΟ ΓΗ , φέρνει τη ποδιά της και με το “καλημέρα” μας ρωτάει “πώς θέλετε να σας βοηθήσω” και κάθεται σε μιά γωνιά και καθαρίζει κρεμμύδια, ξεπλένει αρωματικά από το μποστάνι, ό,τι χρειάζεται τέλος πάντων… Η Βάνα, ένας κορίτσαρος σαν τα κρύα τα νερά, ψιλοκόβει δίπλα της σαλάτες και τρίβει καρότα και κάθε τόσο περνάω και “στήνω αυτί”, μα τί μπορεί να λένε οι δυό τους… Η Λίλα, ένα κοριτσάκι 12 χρονών, παίρνει τα έτοιμα ζαρζαβατικά απο κεί και τα φέρνει με πιρουέτες στον πάγκο του μαγειρέματος , η Ελενα τραβάει φωτογραφίες και βίντεο, ο Σωτήρης με τον πολύτιμο σουγιά του καθαρίζει τη τεράστια κολοκύθα , ο Γιώργος βράζει το σιτάρι και μέσα σ’ όλο αυτό το … Πολύτιμο όλοι νιώθουμε μιά απέραντη ευγνωμοσύνη , αλλυλεγγύη και πλήρωση. Δεν θέλω να το εξηγήσω παραπάνω…

Ενα είναι σίγουρο αν κρίνω από τα χαμόγελα και τις τρυφερές ματιές : δεν είναι καιροί για “εγώ” -σκέφτομαι-, είναι καιροί για “εμείς”… Το εφηβικό όνειρο μπορεί να περιμένει εν τω μεταξύ μεταλλαγμένο…

Αν σου τύχει στο συσσίτιο της γειτονιάς σου, στην ενορία σου, στην ΜΚΟ που δουλεύει η φίλη σου να στήσεις μιά κουζίνα, να ξέρεις ότι θα πάρεις πολλά περισσότερα απ’ ότι αν είχες το δικό σου εστιατόριο. Γι’ αυτό πήγαινε και μαγείρεψε, βοήθα τους άλλους, πρόσφερε και νιώσε τί σημαίνει “προσφέρω φαγητό σε άγνωστους ανθρώπους” που περιέργως αυτό το χειμώνα αποζητούν το ίδιο που αποζητάς κι εσύ.

Καταλαβαινόμαστε νομίζω…

photo (1)

TWO MINUTES ANGIE  “ΣΕΛΙΝΟ” ΜΕ ΚΟΛΟΚΥΘΑ, ΣΠΑΝΑΚΙ , ΦΡΕΣΚΙΑ ΡΙΓΑΝΗ ΚΑΙ ΦΕΤΑ

 

(Εμπνευσμένη από συνταγές του Τζέημι Ολιβερ και Μάριο Μπατάλι, με την ελληνικότατη φέτα! Το “σέλινο” είναι ένα κοντό μακαρόνι, πιό γνωστό σαν ριγκατόνι, μπορείς να χρησιμοποιήσεις και πένες, φιογκάκια ή βίδες. Εμείς , την περασμένη Κυριακη χρησιμοποιήσαμε τα εκλεκτά “σέλινα” ολικής άλεσης του Αγροκτήματος Αντωνόπουλου από το Δίλοφο Λάρισσας.)

Καθάρισε και ψιλόκοψε τη κολοκύθα σου σε μικρά κυβάκια.

Καθάρισε ένα κρεμμύδι και 5-6 σκελίδες σκόρδο ανά πακέτο μακαρόνια.

Τσιγάρισε τα κρεμμύδια και τα σκόρδα με ελαιόλαδο και λίγο φρέσκο βούτυρο μέχρι να γίνουν διάφανα και μαλακά.

Πρόσθεσε την κολοκύθα και ανακάτευε σε δυνατή φωτιά μέχρι να μαλακώσει, όχι να λιώσει.

Πλύνε δυό χούφτες σπανάκι και κόψε λίγο τα φύλα του.

Μόλις η κολοκύθα είναι έτοιμη πρόσθεσέ το , ανακάτεψε μιά-δυό φορές και σβήσε τη φωτιά.

Βράσε τα μακαρόνια σου να κρατάνε λίγο και κράτα 1-2 κούπες νερό από το βράσιμό τους.

Κόψε μισό κιλό φέτα τυρί σε κυβάκια.

Μόλις βράσουν τα μακαρόνια, σούρωσέ τα και ρίξτα στο μίγμα των λαχανικών, ανακάτεψε και ρίξε αρκετή ΦΡΕΣΚΙΑ -κατά προτίμηση- ρίγανη και τη φέτα.

Πρόσθεσε αρκετό πιπέρι και ελάχιστο αλάτι επειδή η φέτα είναι αλμυρή.

Ανακάτεψε ελαφρά και σέρβιρε αμέσως.

(Το νερό από το βράσιμο μπορείς να το προσθέσεις λίγο-λίγο ανακατεύοντας εάν δείς ότι το μίγμα στέγνωσε όταν έριξες τα μακαρόνια στα λαχανικά.)

photo (2)
O Σωτήρης…
photo (3)
και η Βάνα , εμείς…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.