Τι χαρά ε; Η γαστριμαργική Αθήνα ενηλικιώθηκε και σερβίρει τα πάντα!
Σερβίρει haute cuisine, σερβίρει ethnic, σερβίρει ενίοτε καλά burger και αξιοπρεπείς πίτσες σαν ιταλικές, γερό street food από λατινοαμερικάνικο μέχρι ρώσικο , καλά σουβλάκια (ακόμα και μετά την επέλαση των ελεεινών γύρων!), μια καλή ελληνική αστική κουζίνα σε δύο τουλάχιστον μαγαζιά για γερόντια και νοσταλγούς του κυριακάτικου τραπεζιού , nouvelle cuisine, fusion, λάθος, μονοποικιλιακό καφέ και σούπερ κοκτέηλ. Λουκουμάδες με σοκολάτα και αγνά σορμπέ. Γιαούρτι πρόβειο με πέτσα και μέλι στο πήλινο, χαλβά του μπακάλη με μήλο και κανέλα σαν dessert σε ψησταριές και κουλούρι θεσσαλονικιώτικο χωρίς γλουτένη. Σπιτικό και μαμαδίστικο και παράνομο και γρήγορο και κατεψυγμένο και υγιεινό και μπούρδες και σοβαρό και απαράδεκτο και φο-βε-ρό. Και πανάκριβο και συσσίτιο και για κάθε μέρα και catering και σχολική καντίνα και στρατόπεδο και παραδοσιακό και αμφιβάλω και βιολογικό και εισαγόμενο και εποχικό και καρπούζι.Ντοματίνι. Ραδίκια μόνον αν είναι καθαρισμένα σε τσάντες από μαυρομαντηλούσες στις αγορές. Ελαιόλαδο χύμα και φοινικέλαιο. Κρασί χύμα και κρασάρες. Μπύρες και χυμούς σπανάκι και kale chips. Χορτοφαγικό και παϊδάκια στα στενά. Μαρίδα και καρχαριάκι. Ψηλά στον αθηναϊκό ουρανό ή στο γραφικό υπόγειο. Με χαμόγελο. Πιστωτική κάρτα. Μικρό τιμολόγιο. Παστέλι από το περίπτερο και το λιμάνι. Παράδοση στο ΚΤΕΛ Λαρίσσης. Δικά μας.
Πόσες επιλογές, πόσες εναλλακτικές για αυτή την πόλη που δεν χορταίνει ποτέ! Πόσοι άνθρωποι καθημερινά τρώνε ή τσιμπάνε κάτι έξω, από έναν καφέ στα πεταχτά μέχρι μια σαλάτα για το γραφείο μέχρι ένα δείπνο αξιώσεων σε ακριβά βραβευμένα εστιατόρια (και μάλιστα σε καλύτερη τιμή από άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες , ευχαριστώ κρίση), έτοιμα γεύματα, διαίτης και φρούτα. Κάθε πρόταση και μια ολόκληρη ιστορία, κάθε φαγητό και μια άνω τελεία.
Στον έκτο όροφο μιας πολυκατοικίας της Ομόνοιας μαγειρεύει ένα δίδυμο μετανάστες για άλλους μετανάστες. Όταν το πληροφορούμαι βρίσκομαι στο υπό ανακαίνιση διαμέρισμα φίλου (15.000 ευρώ το αγόρασε πρόσφατα). Γιαπί, ακόμα δεν έχουν τοποθετηθεί τα παράθυρα ασφαλείας. Σκύβω, κρεμιέμαι σχεδόν από το φωταγωγό, ναί εκεί μέσα είναι κάτι τύποι που μαγειρεύουν, δεν χωρά αμφιβολία, ναί, σωστά, έχεις δίκιο, ακούς κατσαρόλες και τηγάνια, κουτάλες, βλέπεις πόδια, κίνηση στη μικροσκοπική κουζίνα. Δεν ακούς πολλές κουβέντες αλλά, ναι, μαγειρεύουν.
Εισπνέω μπαχάρια και μυρωδικά, προσπαθώ να διακρίνω αν είναι τσιγαρισμένα κοτόπουλα , δυσκολεύομαι να δώ τί έχει η κατσαρόλα που ατμίζει πάνω στο μάτι ακριβώς μπροστά από το παράθυρό τους, ντουμανιάζει ο φωταγωγός κρεμμύδι και σκόρδα, ακούω το δυνατό μίξερ να δουλεύει…
Φαντάζομαι βουναλάκια από ολόλευκο ρύζι, απίθανα χούμους και νόστιμες φακές, αφράτα πιταράκια. Κατακόκκινα κοτόπουλα ταντούρι, λες να είναι Ινδοί; Λες να πετύχαμε το τζόκερ της γεύσης και να τρώμε εδώ κάθε μέρα, γελάμε με τον φίλο μου.
Το μίξερ , μου λέει, δουλεύει σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, οι ατμοί γεμίζουν τον φωταγωγό και του φίλου μου τ’ αρέσει αυτή η φασαρία, είναι μιά κάποια παρέα οι άφαντοι μάγειροι, οι ακέφαλοι μάγειροι, δεν βλέπουμε κεφάλια, μόνο πόδια, ποιό κουδούνι να χτυπήσεις, μα πάς καλά, η υπόλοιπη πολυκατοικία είναι άδεια, δεν κατοικείται παρά μόνο «τα ψηλά». Οι δουλειές πάνε καλά στην «παράνομη» κουζίνα, είναι δέκα το πρωί και νιώθεις τη μεσημεριανή πείνα να καλπάζει οκτώ ορόφους πιό κάτω, την αναμονή στο πεζοδρόμιο.
Διακοσμητής του εστιατορίου ο πολύχρωμος μουσαμάς, το μωσαϊκό στο δάπεδο, το έντονο ροδί στους τοίχους, ένα τρανζίστορ που παίζει χαμηλά, τα σακούλια με τα μπαχαρικά, τα βουνά από φτερούγες κοτόπουλου, τα τσουβαλάκια με το αρωματικό ρύζι στο πάτωμα. Πετσέτες κουζίνας που στεγνώνουν στο καγκελάκι της κουζίνας και με εμποδίζουν να δώ αυτό που θέλω, την «άλλη κατάσταση», πώς χορταίνουν αυτοί οι άνθρωποι, ποιος είναι ο μάγειρας και πώς το φτιάχνει, πού έμαθε να το φτιάχνει. Ποιός του το’μαθε – εκτός από την ανάγκη- γιατί μυρίζει καλομαγειρεμένο και νόστιμο…
Κοντά τους η Βαρβάκειος, ανεξέλεγκτος παράδεισος, κοντά τους και τα έθνικ μπακάλικα και τα μανάβικα με σκόρδα Κίνας, γλυκοπατάτες, κουρκουμά Ινδίας και τοπιναμπούρ αγνώστου προελεύσεως , αβοκάντο, μάνγκο και κανέλα, στοιβαγμένα σε διαμερίσματα και κάποια σε μανάβικα. Δικά τους. Κοντά τους το μεροκάματο των λίγων ευρώ, των ελάχιστων ευρώ, η μαύρη εργασία, η μαύρη πληρωμή, η πρέζα, οι πόρνες, τα καφάσια, οι ΜΚΟ. Μακριά το υγειονομικό, το 24 τοις εκατό. Το λινό τραπεζομάντηλο.
Τί τα θές; Ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι θέλει να φάει και μάλιστα θέλει να φάει το δικό του φαγητό, αυτό που τον κάνει να αισθάνεται καλά, που αισθάνεται σπίτι του, που θυμάται καλύτερες μέρες και ώρες. Και θέλει να το φάει με «τους δικούς του».
Μόνο αυτό το φαγητό δεν μας χορταίνει όλους, όση ποικιλία κι αν αναζητούμε;